- ψαροφαγία
- η, Ν [ψαροφάγος]ιχθυοφαγία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψαροφαγία — η το να τρώει κανείς ψάρια: Αυτή τη βδομάδα το ρίξαμε στην ψαροφαγία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek
ιχθυοφαγία — η (Μ ἰχθυοφαγία) [ιχθυοφάγος] το να τρώει κάποιος ψάρια, ψαροφαγία … Dictionary of Greek